Αυτό το κείμενο είναι περίληψη μεγαλύτερου άρθρου από το περιοδικό Σοσιαλισμός Από τα Κάτω, τεύχος 142 Οκτώβρης 2020.
Αν επιθυμητέ να το διαβάσετε ολόκληρο θα το βρείτε εδώ.
80 χρόνια από το ΟΧΙ και μετά
Ο Λέανδρος Μπόλαρης απαντάει στους πατριωτικούς μύθους που προσπαθούν να εξαφανίσουν την πραγματική ιστορία του ΟΧΙ
Κάθε χρόνο η επέτειος της έναρξης του ελληνοϊταλικού πολέμου στις 28 Οκτώβρη 1940 συνοδεύεται από μια ολόκληρη εκστρατεία υπέρ της «εθνικής ενότητας». Το μόνιμο ρεφραίν της άρχουσας τάξης είναι «τότε μεγαλουργήσαμε οι Έλληνες ενωμένοι» και τώρα πρέπει να κάνουμε το ίδιο. Κι αλλοίμονο σε όποιους διαταράσσουν αυτή την «ενότητα».
Φέτος η κυβέρνηση της ΝΔ μας καλεί να συστρατευθούμε «όλοι οι Έλληνες» στον «πόλεμο» κατά της πανδημίας ή στην απόκρουση της «τουρκικής προκλητικότητας». Ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό. Αυτές οι ιδεολογικές εκστρατείες της άρχουσας τάξης χρειάζονται σαφείς απαντήσεις. Ούτε τώρα ούτε το ’40 ήμασταν «όλοι μαζί». O πόλεμος του 1940-41 ανέδειξε το χωρισμό της κοινωνίας σε δυο αντίπαλα ταξικά στρατόπεδα που θα αναμετριόνταν τα επόμενα χρόνια. Κι η πολεμική αναμέτρηση δεν μπορεί να γίνει κατανοητή έξω από το συνολικότερο πλαίσιό της: δηλαδή ως επεισοδίου του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος κράτησε έξι χρόνια, μέχρι τον Μάη του 1945 στην Ευρώπη και τον Αύγουστο του 1945 στην Ασία. Ο απολογισμός του ήταν μια ανεπανάληπτη καταστροφή και ανθρώπινες τραγωδίες. Το Ολοκαύτωμα, η εξόντωση πέντε εκατομμυρίων Εβραίων από τους Ναζί είναι η μια όψη τους. Οι ατομικές βόμβες στην Χιροσίμα και το Ναγκασάκι μια άλλη. Μόνο στην Ευρώπη οι νεκροί υπολογίζονται ανάμεσα σε 35 με 40 εκατομμύρια. Σχετικά ξεχασμένες, είναι άλλες τραγωδίες: ο λιμός της Βεγγάζης στην Ινδία το 1943 και στο Βιετνάμ το 1945 με τρία και δυο εκατομμύρια νεκρούς αντίστοιχα. Λογικά, προκύπτουν τα ερωτήματα: ποιες ήταν οι αιτίες που οδήγησαν σε αυτή τη τρομερή πολεμική ανάφλεξη; Τί είδους πόλεμος ήταν;
Δεν υπήρχε τίποτα το «αντιφασιστικό» στην απόφαση της γαλλικής και βρετανικής κυβέρνησης να κηρύξουν τον πόλεμο στον Χίτλερ όταν αυτός αρνήθηκε να σταματήσει την εισβολή. Ούτε η απόφασή τους είχε να κάνει με τα «δικαιώματα των εθνών». Το 1938 είχαν ξεπουλήσει την Τσεχοσλοβακία για να «εξευμενίσουν» τον Χίτλερ. Ο γαλλικός και βρετανικός ιμπεριαλισμός αποφάσισαν να πάνε σε πόλεμο για την Πολωνία γιατί είχε στρατηγική (στρατιωτική και πολιτική) σημασία γι’ αυτούς.
Ο Τρότσκι είχε προβλέψει ήδη από το 1934: «Ένας μοντέρνος πόλεμος ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις δεν σηματοδοτεί μια σύγκρουση ανάμεσα στη δημοκρατία και το φασισμό αλλά την σύγκρουση ανάμεσα σε δυο ιμπεριαλισμούς για το ξαναμοίρασμα του κόσμου. Επίσης, ένας τέτοιος πόλεμος αναγκαστικά πρέπει να αποκτήσει διεθνή χαρακτήρα και στα δυο στρατόπεδα θα βρούμε φασιστικά (ή μισο-φασιστικά, βοναπαρτιστικά καθεστώτα) καθώς και ΄δημοκρατικά κράτη’».
Το «έπος της Αλβανίας»

Αν εξετάσουμε τον ελληνοϊταλικό πόλεμο απομονωμένα, τότε τα πράγματα είναι απλά: ο στρατός του Μουσολίνι που ήδη είχε καταπιεί την Αλβανία και ήθελε να χτίσει τη δική του αποικιακή αυτοκρατορία επιτέθηκε στη «μικρή και αδύναμη» Ελλάδα. Άρα, συμπεραίνει η επικρατούσα άποψη, ο πόλεμος ήταν δίκαιος και αμυντικός από την πλευρά της Ελλάδας. Όμως, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Όπως εξηγούσε ο Λένιν το 1917: «Ο κοινωνικός χαρακτήρας του πολέμου, η αληθινή του σημασία δεν καθορίζονται από το πού βρίσκονται τα εχθρικά στρατεύματα… καθορίζεται από το ποια πολιτική συνεχίζει ο πόλεμος (‘ο πόλεμος είναι συνέχιση της πολιτικής’), ποια τάξη και με ποιους σκοπούς κάνει τον πόλεμο».
Όταν ξέσπασε ο Β’ ΠΠ τον Σεπτέμβρη του 1939, και στον ένα χρόνο που ακολούθησε, η δικτατορία του Μεταξά επίσημα τηρούσε στάση ουδετερότητας. Σε ένα βαθμό αυτή η στάση αντανακλούσε τις ταλαντεύσεις στο εσωτερικό της άρχουσας τάξης. Στη δεκαετία του ’30 η ναζιστική Γερμανία είχε αυξήσει έντονα την οικονομική παρουσία της στα Βαλκάνια και στην Ελλάδα. Στο τέλος του 1937 το 1/3 των ελληνικών εξαγωγών (καπνά, μεταλλεύματα) πήγαιναν στην Γερμανία. Η δικτατορία του Μεταξά αντέγραφε ξεδιάντροπα όλο το φασιστικό ρεπερτόριο. Από το κάψιμο των «αντεθνικών» βιβλίων και τους φασιστικούς χαιρετισμούς μέχρι τις αναφορές στον «Γ’ Ελληνικό Πολιτισμό» ( Γ’ Ράιχ, του Χίτλερ).
Όμως, ούτε οι ταλαντεύσεις ούτε οι ιδεολογικές αναφορές της δικτατορίας αμφισβητούσαν το γεγονός ότι τα συμφέροντα των ελλήνων καπιταλιστών (πχ τραπεζικό, εφοπλιστικό κεφάλαιο) ήταν δεμένα με εκείνα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Η ουδετερότητα ήταν επιλογή και της Βρετανίας που φιλοδοξούσε να τραβήξει τον Μουσολίνι με το μέρος της και δεν διέθετε επαρκή στρατιωτική δύναμη για να ανοίξει ένα βαλκανικό μέτωπο. Τελικά, την πρωτοβουλία σε αυτή την κατεύθυνση την πήρε ο Μουσολίνι.
Το «εγχείρημα» του ιταλικού στρατού στέφθηκε με παταγώδη αποτυχία. Η εκστρατεία ήταν κακά οργανωμένη, με ελλιπείς δυνάμεις και οι προσδοκίες των σχεδιαστών της δεν πατούσαν στην πραγματικότητα. Από τα μέσα Νοέμβρη ο ελληνικός στρατός ξεκίνησε την αντεπίθεσή του που τον έφερε βαθιά στο αλβανικό έδαφος.
Για την άρχουσα τάξη και τη δικτατορία του Μεταξά οι επιτυχίες στο μέτωπο σήμαιναν άνοιγμα της όρεξης για μεγαλύτερο μερίδιο στη μοιρασιά των Βαλκανίων. Όπως είχε δηλώσει χαρακτηριστικά ο γενικός διευθυντής του υπουργείου Εξωτερικών σχολιάζοντας την γερμανική «μεσολάβηση» στα τέλη Δεκέμβρη, η Ελλάδα μπορούσε να δεχθεί μόνο όρους νικητή, δηλαδή μεγάλη αποζημίωση και «εδαφικές ρυθμίσεις», ουσιαστικά την προσάρτηση της Νότιας Αλβανίας. Με το ίδιο πνεύμα προσέγγισαν τους εκπροσώπους της Γερμανίας οι ίδιοι στρατηγοί που λίγους μήνες μετά θα υπέγραφαν την συνθηκολόγηση.
Αντίθετα, για τους φαντάρους, τους εργάτες και τους φτωχούς αγρότες ο πόλεμος παρήγαγε διαφορετικές εμπειρίες και συμπεράσματα. Η εικόνα που δίνουν τα επίκαιρα της εποχής και αναπαράγονται και σήμερα είναι σε ένα βαθμό σωστή. Όταν ξεκίνησε η εισβολή, ένα κύμα πατριωτικής ενότητας και πολεμικού ενθουσιασμού αγκάλιασε τους πάντες. Και το 1914 όταν ξεκινούσε ο προηγούμενος ιμπεριαλιστικός πόλεμος οι φαντάροι πήγαιναν με το χαμόγελο στα χείλη στα τρένα της επιστράτευσης με πλήθη να τους ραίνουν με λουλούδια.
Όμως, όπως και τότε έτσι και το ’40-’41 η πραγματικότητα υπονόμευσε τις αυταπάτες. Καταρχήν η σκληρότητα του πολέμου. Είναι μύθος ότι οι «Ιταλοί έτρεχαν σαν λαγοί» μπροστά στις ελληνικές ξιφολόγχες και την ιαχή «αέρα». Οι μάχες ήταν σκληρότατες σε μεγάλα υψόμετρα μέσα στην καρδιά του χειμώνα όπου τα κρυοπαγήματα, οι ψείρες και η πείνα ήταν στην ημερήσια διάταξη. Όχι για όλους βέβαια, οι ανώτεροι αξιωματικοί έκαναν πόλεμο από άνετα αρχηγεία και τα παιδιά των αστών πάντα είχαν τις «άκρες» για μια ασφαλή μετάθεση στα μετόπισθεν.
Μια μαρτυρία από τον Νοέμβρη του 1940 από ένα έμπεδο επιστρατευμένων περιγράφει: «Ένα περίεργο πράμα. Κανείς απ’ όλους τους “Έμπεδους” δεν θέλει να φύγη για το Μέτωπο. Όλοι θα ‘τανε ευτυχείς, αν τους κρατούσανε εδώ. Πού είναι, λοιπόν, τα φανταχτερά λόγια ‘οι φαντάροι μας αδημονούν να μεταβούν εις την πρώτην γραμμήν’;».
Εντωμεταξύ στα μετόπισθεν η “καλή κοινωνία” έκανε πατριωτικούς εράνους ενώ ζούσε μέσα στην πολυτέλεια. Για τους «από κάτω» τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά: «Οι κυρίες της Κηφισιάς έχουν οργανώσει, και για τις οικογένειες των επιστρατευμένων, συσσίτια. Τρίτη, Πέμπτη και Σάββατο, φτιάχνουν ένα φαΐ. Μια έγκυος μου παραπονιέται πως λιποθυμάει συχνά από την πείνα. Ο άνδρας της είναι εργάτης άνεργος και ανάπηρος. Όμως, οι ‘φιλάνθρωπες’ κυρίες τη διώχνουν, κάθε που πάει να ζητήσει συσσίτιο, γιατί ο ‘κανονισμός δεν προβλέπει τας οικογενείας των μη επιστρατευμένων’».
Συσσίτια, λιποθυμίες από την πείνα σε εργατικές οικογένειες; Δεν είναι (ακόμα) η Αθήνα του λιμού τον χειμώνα του ‘41-‘42, είναι η Αθήνα του «ένδοξου πολέμου». Αυτές οι ταξικές εμπειρίες θα έπαιζαν κρίσιμο ρόλο στη διαμόρφωση της Αντίστασης τα επόμενα χρόνια.
Ανατολικό Μέτωπο
Το ανατολικό μέτωπο ήταν εκεί που διεξήχθησαν οι μεγαλύτερες τιτανομαχίες του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο ρόλος του ρωσικού στρατού στην ήττα της ναζιστικής Γερμανίας ήταν καθοριστικός. Για πολύ κόσμο στην Αριστερά αυτή η συμβολή είναι ο παράγοντας που κάνει τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο αντιφασιστικό και «των λαών». Όμως, αυτή η αντιμετώπιση είναι λάθος. Ο Στάλιν δεν αντιμετώπισε την συμμετοχή στον πόλεμο και τη διεξαγωγή του διαφορετικά από τις άλλες Μεγάλες Δυνάμεις. Δεν έκανε ένα «λαϊκό» πόλεμο, αλλά ένα «μεγάλο πατριωτικό» με εθνικιστικές αναφορές στη «Μεγάλη Ρωσία» των στρατηγών των Τσάρων.
Οι «Δημοκρατίες της Δύσης» είχαν προσπαθήσει να «κατευνάσουν» τον Χίτλερ με τη Συμφωνία του Μονάχου. Το Σύμφωνο Μη Επίθεσης που υπέγραψαν οι υπουργοί Εξωτερικών της Γερμανίας και της ΕΣΣΔ Ρίμπεντρομπ και Μολότοφ στις 23 Αυγούστου του 1939 στην Μόσχα ήταν το ανάλογο της Συμφωνίας του Μονάχου. Μετά την υπογραφή του Συμφώνου ο ρωσικός στρατός κατέλαβε την ανατολική Πολωνία στις 17 Σεπτέμβρη, αφού είχαν προηγηθεί οι σχετικές συνεννοήσεις με το γερμανικό επιτελείο.
Υπάρχουν φωτογραφίες από κοινή παρέλαση της Βέρμαχτ και του ρωσικού στρατού στο Μπρεστ Λιτόφσκ. Λίγους μήνες μετά – πάλι με βάση τις προβλέψεις του Συμφώνου – ο Στάλιν προσάρτησε τις χώρες της Βαλτικής.
Η άλλη επίπτωση του Συμφώνου Μολότοφ-Ρίμπεντρομπ ήταν να προκαλέσει σύγχυση και παράλυση στο εργατικό κίνημα της Δύσης, δηλαδή στη μοναδική πραγματική αντιφασιστική δύναμη. Στα τέλη Σεπτέμβρη με μια κοινή ανακοίνωση οι δυο κυβερνήσεις δήλωσαν ότι θα πάρουν «ειρηνευτικές πρωτοβουλίες» κι αν ο πόλεμος συνεχιζόταν η ευθύνη θα ήταν της Γαλλίας και της Βρετανίας!
Στις 31 Οκτώβρη του 1939 ο Β. Μολότοφ δήλωνε σε μια ομιλία του: «Η Γερμανία είναι ένα κράτος το οποίο τείνει στον άμεσο τερματισμό του πολέμου και την αποκατάσταση της ειρήνης, ενώ η Αγγλία και η Γαλλία που μέχρι πρόσφατα αγωνίζονταν κατά, επιμένουν τώρα στην συνέχιση του πολέμου… Μπορεί κάποιος να αποδέχεται ή να απορρίπτει την ιδεολογία του Χιτλερισμού ή οποιοδήποτε άλλο ιδεολογικό σύστημα. Αυτό εξαρτάται από τις πολιτικές του απόψεις. Όμως, όλοι πρέπει να καταλάβουν ότι μια ιδεολογία δεν μπορεί να καταστραφεί με την βία, δεν μπορεί να εξαλειφθεί με πόλεμο».
Αντίσταση και Απελευθέρωση
Σύμφωνα με μια ιστορία της αμερικάνικης διπλωματίας του πολέμου:
«Όπου και να κοίταζαν οι Αμερικανοί και οι Βρετανοί έβλεπαν πολιτικούς κινδύνους από τα αριστερά και έπρεπε να προετοιμασθούν για το χειρότερο, αλλιώς διακινδύνευαν να υποστούν πολιτική ήττα μετά τους στρατιωτικούς θριάμβους… Ο Ρ.Χ. Μπρους Λόκχαρτ, ο βρετανός διπλωμάτης ειδικός για τον μπολσεβικισμό, ανέφερε προς το τέλος του 1944: «Η κύρια τάση ήταν προς τ’ αριστερά και η λαχτάρα να υψωθεί το λάβαρο της επανάστασης ήταν διαδεδομένη σε όλη την Ευρώπη».
Η Απελευθέρωση έφερε αυτή την προοπτική στην ημερήσια διάταξη. Η Ελλάδα δίνει το πιο έντονο παράδειγμα: η Αντίσταση ήταν πράγματι μια επανάσταση που έφερε τελικά το κίνημα σε ένοπλη σύγκρουση με τον βρετανικό ιμπεριαλισμό, στο Κόκκινο Δεκέμβρη του 1944.
Η εργατική τάξη ήταν η ραχοκοκαλιά της Αντίστασης. Οι απεργίες του 1942-43 στην Αθήνα, εξασφάλισαν ότι οι εργατικές συνοικίες δεν θα ζούσαν ένα δεύτερο χειμώνα πείνας και θανάτου. Η Γενική Απεργία του Μάρτη του 1943 είχε ακυρώσει την πολιτική επιστράτευση που σχεδίαζαν οι ναζί, η μοναδική τέτοια νίκη σε όλη την κατεχόμενη Ευρώπη. Τον Σεπτέμβρη του 1944 η Ελεύθερη Ελλάδα του ΕΑΜ κατέβαινε από τα βουνά στους κάμπους και τις πόλεις. Η Αριστερά κυριολεκτικά κυβερνούσε το μεγαλύτερο τμήμα της χώρας. Το ΕΑΜ και το ΚΚΕ μετρούσαν εκατοντάδες χιλιάδες μέλη, και ο ΕΛΑΣ δεκάδες χιλιάδες καλά εξοπλισμένους αντάρτες.
Στρατηγική
Το κίνημα στον ελληνικό στρατό της Μ. Ανατολής χιλιάδες εθελοντές που συνέρρευσαν στις γραμμές του για να πολεμήσουν το φασισμό, βρέθηκαν σε ένα στρατό τίγκα σε μεταξικούς αξιωματικούς. Ο Τσόρτσιλ ήθελε ένα στρατό πραιτοριανών του βασιλιά και βρέθηκε με ένα στρατό που ουσιαστικά έλεγχε η Αριστερά, η Αντιφασιστική Στρατιωτική Οργάνωση. Τον Απρίλη του 1944 η ΑΣΟ με τις επιτροπές φαντάρων πήρε τον έλεγχο των μονάδων απαιτώντας σχηματισμό κυβέρνησης με κορμό την ΠΕΕΑ, την κυβέρνηση του βουνού. H απάντηση ήταν η καταστολή, με δεκάδες νεκρούς και χιλιάδες κλεισμένους στα «σύρματα» στην έρημο.
Όμως, ο επαναστάτες ήταν πολύ αδύναμοι για να επηρεάσουν την πορεία του κινήματος. Η δύναμη που γιγαντώθηκε μέσα στην Αντίσταση ήταν τα κομμουνιστικά κόμματα. Η γραμμή αυτών των κομμάτων ήταν η πλήρης στήριξη στους «Μεγάλους Συμμάχους» και η «εθνική ενότητα» δηλαδή η ταξική συνεργασία πάση θυσία.
Όταν ξέσπασε ο πόλεμος τον Οκτώβρη του 1940, ο Ζαχαριάδης, ο φυλακισμένος ηγέτης του κόμματος, έστειλε το πρώτο –πασίγνωστο– «ανοιχτό γράμμα» του που δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες με την έγκριση του Μανιαδάκη, του υπουργού Ασφαλείας της δικτατορίας. Σε αυτό τόνιζε: «Ο λαός της Ελλάδας διεξάγει σήμερα έναν πόλεμο εθνικοαπελευθερωτικό, ενάντια στο φασισμό του Μουσολίνι… Στον πόλεμο αυτό που τον διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά, όλοι μας πρέπει να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις, δίχως επιφύλαξη». Είναι τόσο έντονη η έμφαση αυτών των διατυπώσεων που ό,τι και να έλεγε το υπόλοιπο κείμενο για το «έπαθλο» μιας «Ελλάδας της δουλειάς, της λευτεριάς», το μήνυμα ήταν σαφέστατο: Τώρα στηρίζουμε τον Μεταξά.
Για δεκαετίες αυτό το γράμμα θεωρήθηκε από το ΚΚΕ και το μεγαλύτερο τμήμα της Αριστεράς γενικά, ως μια τολμηρή, μεγαλοφυής πρωτοβουλία, που προδιέγραφε την πολιτική γραμμή που θα «μεγαλουργούσε» στην Αντίσταση με το ΕΑΜ. Στην πραγματικότητα ήταν το πρώτο – και αποφασιστικό βήμα– στη διαδρομή που οδήγησε στους συμβιβασμούς που χαντάκωσαν το κίνημα: στις Συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας που έδεσαν χειροπόδαρα το ΕΑΜ και το ΚΚΕ στην κυβέρνηση της «εθνικής ενότητας» και στις διαταγές των Άγγλων στρατηγών και από κει στην ήττα τον Δεκέμβρη του 1944 και την Συμφωνία της Βάρκιζας.
Αντίστοιχη διαδρομή στις δικές τους «Βάρκιζες» ακολούθησαν όλα τα ΚΚ. Η στρατηγική τους ήταν ο κοινοβουλευτικός δρόμος όχι η επανάσταση. Μπήκαν στις αστικές κυβερνήσεις «εθνικής ενότητας» από το 1944 μέχρι το 1947, κι όπως επισημαίνει μια πρόσφατη μελέτη: «Η συμβιβαστική γραμμή που ακολούθησαν όλα τα κομμουνιστικά κόμματα του πλανήτη την περίοδο εκείνη έδωσε τα περιθώρια της σταδιακής ανασύνταξης του αστικού πολιτικού κόσμου που σε συνεργασία με τους Αμερικάνους εκδίωξαν τελικά τους κομμουνιστές από τις κυβερνήσεις των χωρών τους και τους περιστοίχισαν με κατασταλτικούς μηχανισμούς που έλεγχε η CIA».
Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος μπορούσε να τελειώσει με ένα κύμα επαναστάσεων, όπως ο προηγούμενος ιμπεριαλιστικός πόλεμος. Οι κυρίαρχες δυνάμεις της Αριστεράς επέλεξαν το δρόμο της μεταρρύθμισης. Άφησαν έτσι τα κινήματα σε μειονεκτική θέση να αντιμετωπίσουν τις αντεπαναστατικές προσπάθειες των αρχουσών τάξεων στα μεταπολεμικά χρόνια.